- λέκανος
- λέκᾰνος, ὁ, or [suff] λεκᾰνο-ον, τό,A wine-bowl,
λεκάνου ψυκτήρ IG22.1425.348
; fort. [full] λεκανοψυκτήρ.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεκάνου ψυκτήρ IG22.1425.348
; fort. [full] λεκανοψυκτήρ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λέκανος — λέκανος, ὁ, και λέκανον, τὸ (Α) [λεκάνη] ποτήρι τού κρασιού … Dictionary of Greek
λέκανον — λέκανος wine bowl masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκάνη — Πλατύ ανοιχτό δοχείο, συνήθως κυκλικού σχήματος, το οποίο χρησιμοποιείται για το πλύσιμο και άλλες οικιακές ανάγκες· πεδιάδα που περιβάλλεται από βουνά ή κλειστή θάλασσα· το κατώτερο τμήμα του ανθρώπινου κορμιού, η πύελος. Λ. ονομάζεται και η… … Dictionary of Greek